καμπήσιος

καμπήσιος
-ια, -ιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάμπο ή προέρχεται από τον κάμπο, πεδινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος + κατάλ. -ήσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κατωμερίτης — ίτισσα, ίτικο [κατωμέρι] αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος …   Dictionary of Greek

  • πεδιασιμαίος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο καμπήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιάσιμος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”